- τρουλωτός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που έχει σχήμα τρούλου, τουρλωτός: Τρουλωτή στέγη.2. που είναι στεγασμένος με τρούλο: Τρουλωτή εκκλησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρουλλωτός — ή, ό / τρουλλωτός, ή, όν, ΝΜ, και τρουλωτός Ν [τρουλλῶ] οικοδομημένος με τρούλλο, αυτός που έχει θολωτή στέγη νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα τρούλλου … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek